τριτογένεια

τριτογένεια
Επίθετο που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη θεά Αθηνά, γιατί τη θεωρούσαν κόρη της Τριτωνίδας λίμνης. Κατά την παράδοση, η Αθηνά ήταν προστάτιδα των νερών, και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η Αθηνά είναι η αναδυομένη κάθε πρωί από τα νερά Ηώς, ή η θεά της αστραπής. Κατά τον Ηρόδοτο (Δ’ 180), η Αθηνά είναι κόρη του Ποσειδώνα και της Τριτωνίδας λίμνης.
* * *
ἡ, Α
1. ως κύριο όν. Τριτογένεια
προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς
2. στους (Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού τρία και τού ισόπλευρου τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με β' συνθετικό -γένεια < -γενής < γένος, ενώ δυσερμήνευτο παραμένει το α' συνθετικό της. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στο τακτικό αριθμ. τρῐτος και εμφανίζει μακρό -ι- για μετρικούς λόγους. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η λ. επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, όπως «αυτή που γεννήθηκε την τρίτη ημέρα τού μήνα» ή «το τρίτο παιδί μετά τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα» ή «αυτή που επινόησε τους τρεις κύριους δεσμούς τής κοινωνικής ζωής» ή «αυτή που, ως αναπαράσταση τής φύσης, γεννιέται τρεις φορές τον χρόνο». Πιθανότερη ωστόσο θεωρείται η άποψη ότι η λ. Τριτογένεια έχει σημ. «η πραγματική κόρη τού Διός», όπου το τρίτος έχει, κατά κάποιον τρόπο, εμφατική λειτουργία (πρβλ. Τριτοπατρῆς). Λιγότερο πιθανές, εξάλλου, θεωρούνται άλλες απόψεις, που βασίζονται σε θρύλους σχετικά με τη γέννηση τής Αθηνάς. Σύμφωνα με αυτές, η λ. συνδέεται με το Τρίτων* «ονομ. ποταμού στη Βοιωτία» ή με το Τριτωνίς* «ονομ. λίμνης στη Λιβύη ή την Αρκαδία», ενώ άλλοι προτείνουν τη σύνδεση της με έναν τ. τριτώ «κεφάλι», επειδή, κατά την παράδοση, η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τριτογένεια — Τρῑτογένεια , Τριτογένεια Trito born fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριτογενῆ — Τρῑτογενῆ , Τριτογένεια Trito born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Τρῑτογενῆ , Τριτογένεια Trito born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Τρῑτογενῆ , Τριτογένεια Trito born masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριτώ — (I) άω, Α [τρίτος] (για τη νέα σελήνη) είμαι τριών ημερών. (II) ἡ, Α 1. το κεφάλι 2. ως κύρ. όν. Τριτώ η Τριτογένεια, η Αθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το κύριο όν. Τριτώ ως προσωνυμία τής Αθηνάς είναι υποκορ. σχηματισμός με απόσπαση τού α συνθετικού τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • Τριτογενεῖ — Τρῑτογενεῖ , Τριτογένεια Trito born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) Τρῑτογενεῖ , Τριτογένεια Trito born masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριτογενείας — Τρῑτογενείᾱς , Τριτογένεια Trito born fem acc pl Τρῑτογενείᾱς , Τριτογένεια Trito born fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριτογενές — Τρῑτογενές , Τριτογένεια Trito born masc/fem voc sg Τρῑτογενές , Τριτογένεια Trito born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριτογένει' — Τρῑτογένεια , Τριτογένεια Trito born fem nom/voc sg Τρῑτογένειαι , Τριτογένεια Trito born fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Паллада Aфина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского миpa. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Паллада Афина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского мира. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Culture de Dimini — Préhellénique A Le préhellénique A est un concept linguistique postulé suite à l’analyse de la toponymie grecque. Les noms de lieu grecs à terminaison en nthos, mn , r , m , n et ss forment en effet un ensemble dont l’étymologie ne peut s… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”